- ωοσκόπηση
- η, Νβλ. ωοσκοπία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ωοσκοπία — η / ᾠοσκοπία, ΝΑ, και ωοσκόπηση, Ν αβγομαντεία νεοελλ. (τροφ. τεχνολ.) η εξέταση τού περιεχομένου ακέραιων αβγών με τη βοήθεια ισχυρής φωτεινής δέσμης, για την ποιοτική ταξινόμησή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + σκοπία / σκόπηση (< σκόπος… … Dictionary of Greek